σαιξπήρειος

σαιξπήρειος
-α, -ο, Ν
σαιξπηρικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Σαίξπηρ. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στον Ν. Μ. Δαμιράλη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”